- φάκινος
- -ίνη, -ον, Α(για φαγητό) παρασκευασμένος από φακές.[ΕΤΥΜΟΛ. < φακός + κατάλ. -ινος (πρβλ. λίθ-ινος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φάκινος — made of lentils masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φακίνων — φάκινος made of lentils fem gen pl φάκινος made of lentils masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φάκινον — φάκινος made of lentils masc acc sg φάκινος made of lentils neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φακίνου — φάκινος made of lentils masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φακίνῳ — φάκινος made of lentils masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Michalis Fakinos — Born 1940 Athens, Greece Occupation writer, journalist Nationality Greek … Wikipedia
τυρακίνης — και δωρ. τ. τυρακίνας, ὁ, Α είδος πίτας με τυρί, τυρόπιτα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < *τυρ άκινος (πρβλ. ὀμ φάκινος), κατά τα αρσ. σε ης] … Dictionary of Greek
φακινάς — ὁ, Α έμπορος φακών. [ΕΤΥΜΟΛ. < φάκινος + κατάλ. ᾶς (πρβλ. πλακούντ ᾶς)] … Dictionary of Greek
φακινοπώλιον — και φακεινοπώλιον, τὸ, Α κατάστημα όπου πωλούνται μαγειρεμένες φακές. [ΕΤΥΜΟΛ. < φάκινος + πώλιον (< πώλης*), πρβλ. ξυλο πώλιον] … Dictionary of Greek